ΑΤΛΑΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΜΝΗΜΕΙΩΝ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ - page 417

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ
419
Τέμπλο:
αρχιτεκτονική κατασκευή που χωρίζει το ιερό βήμα
από τον κυρίως ναό. Κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο
έχει τη μορφή χαμηλού φράγματος από ανάγλυφα θωράκια.
Στους μεσοβυζαντινούς χρόνους αποκτά κίονες που στηρί-
ζουν επιστύλιο και σταδιακά στα μεταξύ των κιόνων διαστή-
ματα τοποθετούνται εικόνες.
Τράπεζα:
κτίριο ή η αίθουσα όπου γευματίζουν οι μοναχοί,
μέσα στο συγκρότημα της μονής.
Τρίβηλο:
άνοιγμα αποτελούμενο από τρία τόξα που βαίνουν
σε κίονες και στις άκρες του τοίχου όπου αυτό παρεμβάλλε-
ται.
Τοιχοδομία:
το σύστημα δόμησης ενός τοίχου. Ανάλογα με
τα υλικά και τη μορφή του διακρίνεται σε τρεις βασικές κα-
τηγορίες: α) ισόδομη, από ορθογώνιες λιθοπλίνθους ίσου
ύψους β) πλινθοπερίκλειστη, από ορθογώνιες λιθοπλίνθους
που περιβάλλονται με τούβλα και γ) αργολιθοδομή, από ανε-
πεξέργαστες πέτρες άτακτα τοποθετημένες.
Τούρμα:
επαρχιακή διοίκηση με επικεφαλής τον τουρμάρχη
Υπερώο:
ο εσωτερικός εξώστης ενός ναού.
Υπόκαυστα:
υπόγειοι χώροι στα λουτρά, όπου κυκλοφορεί
θερμός αέρας για τη θέρμανση των αντίστοιχων αιθουσών.
Φιάλη:
λίθινη λεκάνη όπου τελείται ο αγιασμός. Ορισμένες
φορές στεγάζεται με κιονοστήρικτη θολωτή κατασκευή που
φέρει το ίδιο όνομα.
Φρυκτωρία:
πύργος από όπου μεταδίδονται φωτεινά και
άλλα σήματα.
Χρυσόβουλλο:
αυτοκρατορικό έγγραφο σφραγισμένο με
χρυσή σφραγίδα (βούλλα)
Ψηφιδωτό:
μέθοδος ζωγραφικής απεικόνισης από επεξεργα-
σμένα πολύ μικρού μεγέθους τεμάχια χρωματιστών λίθων και
γυαλιού. Διακρίνονται δύο κατηγορίες, τα ψηφιδωτά δαπέ-
δου (ή μωσαϊκά), που γνωρίζουν μεγάλη διάδοση στους πα-
λαιοχριστιανικούς χρόνους, και τα εντοίχια ψηφιδωτά, που
καλύπτουν επιφάνειες τοίχων και θόλων και απαντούν σε όλη
τη διάρκεια των βυζαντινών χρόνων.
Σαρκοφάγος:
λίθινη θήκη με ανάγλυφο διάκοσμο, μέσα στην
οποία ενταφιάζονται νεκροί. Ιδιαίτερα διαδεδομένη στους
μεσοβυζαντινούς χρόνους είναι η
ψευδοσαρκοφάγος
, που
αποτελείται μόνον από την ανάγλυφη πλάκα της κύριας
όψης, τοποθετημένη σε αρκοσόλιο.
Σιρός:
πιθάρι ή λίθινη κατασκευή σε σχήμα πιθαριού, τοπο-
θετημένη μέσα στο έδαφος για την αποθήκευση γεωργικών
προϊόντων.
Σκήτη:
μικρό παράρτημα μοναστηριού
Spolia:
αρχιτεκτονικά μέλη, συνήθως ανάγλυφα που έχουν
αποσπαστεί από την αρχική θέση τους και χρησιμοποιηθεί εκ
νέου ως οικοδομικό υλικό, σε ορισμένες περιπτώσεις με δια-
κοσμητική διάθεση.
Σταυρός:
το κατεξοχήν σύμβολο της χριστιανικής θρησκείας
γνώρισε στην βυζαντινή περίοδο δεκάδες παραλλαγές. Κυρι-
ότερες είναι: α) ο
ελληνικός
: σταυρός με ίσου μήκους σκέλη
(κεραίες) β) ο
λατινικός
: σταυρός του οποίου το κάτω σκέ-
λος είναι επιμηκέστερο από τα άλλα γ)
πατριαρχικός
: σταυ-
ρός με δύο οριζόντιες κεραίες δ)
φυλλοφόρος
: σταυρός από
το κάτω άκρο του οποίου εκφύονται φυτικοί βλαστοί που τον
πλαισιώνουν ε)
διάλιθος
: σταυρός διακοσμημένος με πολύ-
τιμους λίθους.
Σταυροειδής εγγεγραμμένος:
αρχιτεκτονικός τύπος ναού, ο
χαρακτηριστικός της βυζαντινής περιόδου. Αποτελείται από
ένα σταυρικό πυρήνα εγγεγραμμένο σε τετράγωνο. Ανάλο-
γα με τα στηρίγματα του τρούλου στο κέντρο και τη διαμόρ-
φωση του ιερού βήματος διακρίνεται σε απλό δικιόνιο ή τε-
τρακιόνιο, δίστυλο ή τετράστυλο, σύνθετο, ημισύνθετο, συ-
νεπτυγμένο.
Σταυροθόλιο
: τύπος θόλου αποτελούμενος από δύο αλλη-
λοτεμνόμενους ημικύλινδρους, οι πλευρές τομής των οποί-
ων σχηματίζουν ένα Χ.
Σταυροπήγιο:
μοναστήρι απευθείας εξαρτώμενο από το Οι-
κουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.
Στοά:
οικοδόμημα με τη μορφή επιμήκους διαδρόμου, η μία
μακρά πλευρά του οποίου είναι ανοικτή προς τα έξω και στη-
ρίζεται με σειρά κιόνων ή πεσσών.
1...,407,408,409,410,411,412,413,414,415,416 418,419,420,421,422,423,424,425,426,427,...454
Powered by FlippingBook