ΑΤΛΑΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΜΝΗΜΕΙΩΝ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ - page 416

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ
418
Ναός:
το κτήριο όπου τελούνται τα μυστήρια της εκκλησίας.
Ο χριστιανικός ναός έλαβε στη διάρκεια της βυζαντινής πε-
ριόδου ένα πλήθος μορφών, που συνεχίζουν και εξελίσσουν
γνωστούς ήδη από την αρχαιότητα τύπους κτηρίων ή αποτε-
λούν πρωτότυπες συνθέσεις. Οι κυριότεροι τύποι ως προς το
σχήμα είναι οι εξής: α) μονόχωρος/περίκεντρος/ελεύθερος
σταυρός/τρίκογχος/μεταβατικός/ αθωνικού τύπου/οκταγωνι-
κός. Ανάλογα με τον τρόπο στέγασής του ο βυζαντινός ναός
χαρακτηρίζεται ως
θολοσκέπαστος
ή
καμαροσκέπαστος
,
όταν στεγάζεται με ημικυλινδρική λιθόκτιστη καμάρα,
ξυλό-
στεγος
, όταν στεγάζεται με ξύλινη κεραμοσκεπή,
σταυρεπί-
στεγος
, όταν στεγάζεται με δύο καμάρες κάθετα διατεταγμέ-
νες μεταξύ τους,
τρουλλαίος
, όταν στεγάζεται με τρούλλο.
Νάρθηκας:
ο προθάλαμος του κυρίως ναού μιας εκκλησίας.
Στις περιπτώσεις όπου υπάρχουν δύο νάρθηκες, ο εξωτερι-
κός ονομάζεται
εξωνάρθηκας
και ο εσωτερικός αντίστοιχα
εσωνάρθηκας
.
Οικόσημο:
οικογενειακό έμβλημα με σύμβολα, που δηλώνει
τίτλο ευγένειας.
Ορθομαρμάρωση:
επένδυση τοίχου με μαρμάρινες πλάκες.
Περίβολος:
το τείχος που οριοθετεί εξωτερικά μία οχύρωση
ή ένα μοναστήρι.
Περίδρομος:
ο διάδρομος που αναπτύσσεται στην επίστεψη
των τειχών ενός κάστρου ή οχυρώματος, πίσω από τις επάλ-
ξεις, και χρησιμεύει για την κίνηση των στρατιωτών.
Περίστωο:
στοά που περιβάλλει ένα κτίσμα σε περισσότερες
από μία πλευρές του.
Πεσσός:
τετράγωνο ή ορθογωνικό κτιστό στήριγμα, ελεύθε-
ρο από όλες τις πλευρές του.
Πεσσοστοιχία:
σειρά πεσσών που στηρίζει μέρος οικοδομή-
ματος.
Πρεσβυτέριο:
ονομασία του ιερού βήματος κατά την παλαι-
οχριστιανική περίοδο
Πρόβολος:
εξέχον αρχιτεκτονικό στοιχείο για τη στήριξη τό-
ξων.
Πρόθεση:
ιδιαίτερος χώρος βόρεια του ιερού βήματος όπου
γίνεται η ετοιμασία των τιμίων δώρων για τη θεία ευχαριστία.
Πρόπυλο:
κτίσμα που στεγάζει την είσοδο ενός κτηρίου.
Προσκτίσματα:
μικροί χώροι που προστίθενται σε έναν ναό
για να καλύψουν λειτουργικές και άλλες ανάγκες, όπως πα-
ρεκκλήσια, βαπτιστήρια, στοές, πρόπυλα, κωδωνοστάσια κ.α.
Προσκυνητάρι:
ανάγλυφο πλαίσιο που περιβάλλει μεμονω-
μένες απεικονίσεις ιερών μορφών. Απαντά συχνά στο τέ-
μπλο, μεταξύ του βήματος και των παραβημάτων.
Προτείχισμα:
μικρό αμυντικό τείχος που προτάσσεται των
κύριων τειχών, ως μια πρώτη ζώνη άμυνας.
Πρωτοσπαθάριος:
τίτλος ανώτερου στρατιωτικού αξιωμα-
τούχου.
Κεραμοπλαστικό κόσμημα:
διακοσμητικό στοιχείο που κα-
τασκευάζεται στις εξωτερικές όψεις των ναών κατά την βυ-
ζαντινή περίοδο. Αποτελείται από διάφορους συνδυασμούς
τούβλων, σε απλούς ή πολύπλοκους συνδυασμούς.
Κιβώριο:
κατασκευή που στεγάζει την αγία τράπεζα ή τάφο.
Αποτελείται στη συνήθη μορφή του από τέσσερα ελευθερα
στηρίγματα επάνω στα οποία βασίζεται μέσω τόξων τρούλ-
λος.
Κινστέρνα:
υπόγεια δεξαμενή συγκέντρωσης νερού.
Κιστερκιανοί:
μοναχικό τάγμα της καθολικής εκκλησίας.
Κλίβανος:
τύπος φούρνου όπου γίνεται η όπτηση (ψήσιμο)
κεραμεικών σκευών.
Κλίτος:
βλ. βασιλική.
Κοσμήτης:
λίθινη ταινία με ανάγλυφο διάκοσμο ή ακόσμητη.
Κουφικά κοσμήματα:
κοσμήματα που μιμούνται χαρακτήρες
της αρχαίας «κουφικής» αραβικής γραφής. Στην εκφυλισμέ-
νη μορφή τους καλούνται ψευδοκουφικά.
Κουτρούβιο:
μικρό μεταλλικό δοχείο για τη μεταφορά και
φύλαξη αγιασμού, ελαίου ή αγίου μύρου.
Κρηπίδα ή κρηπίδωμα:
κλιμακωτή βάση οικοδομήματος
Κτητορική επιγραφή:
επιγραφή που αναφέρεται στον κτή-
τορα ενός μνημείου και παρέχει συχνά στοιχεία για το έτος
ανέγερσής του και τους τεχνίτες που εργάστηκαν στη διακό-
σμησή του.
Κυριακό:
ο κεντρικός ναός μιας σκήτης
Ληνός:
πατητήρι παραγωγής κρασιού.
Λιτή:
ο ευρύς νάρθηκας που υπάρχει σε μεγάλα μοναστηρια-
κά καθολικά, στον οποίο τελούνται και ακολουθίες.
Λουτρώνας:
κτήριο λουτρών. Μετά την παλαιοχριστιανική
περίοδο λουτρά απαντούν κυρίως σε μεγάλα μοναστήρια.
Μαγκιπείο:
χώρος παρασκευής ψωμιού στα μοναστήρια.
Μαρμαροθέτημα:
δάπεδο κατασκευασμένο από μικρά και
μεγάλα τεμάχια πολύχρωμων μαρμάρων, τα οποία συνθέ-
τουν γεωμετρικά συνήθως σχέδια.
Μαρτύριο:
ναός, περίκεντρης συνήθως μορφής, κτισμένος
επάνω από τον τάφο ενός αγίου ή σε χώρο που συνδέεται με
επεισόδια από τη ζωή του Χριστού ή ενός αγίου.
Μεσόβαθρα:
τα μεσαία βάθρα γέφυρας με περισσότερα από
ένα τόξα.
Μετόχι:
μικρό παράρτημα μοναστηριού, στο οποίο κατοικούν
λίγοι μοναχοί που επιμελούνται συνήθως αγροτικές καλλιέρ-
γειες.
Μολυβδόβουλλο:
έγγραφο σφραγισμένο με μολύβδινη
σφραγίδα (βούλλα)
1...,406,407,408,409,410,411,412,413,414,415 417,418,419,420,421,422,423,424,425,426,...454
Powered by FlippingBook